- εραναρχης
- ἐρανάρχηςἐρᾰν-άρχης-ου ὅ распорядитель (организатор) товарищеского обеда (устраиваемого в складчину) Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερανάρχης — ἐρανάρχης, ὁ (Α) ο προϊστάμενος τού εράνου, αυτός που έχει αναλάβει τη συγκέντρωση τών εισφορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρανος + άρχης (< άρχης) < άρχω)] … Dictionary of Greek
ἐρανάρχαι — ἐρανάρχης president of an masc nom/voc pl ἐρανάρχᾱͅ , ἐρανάρχης president of an masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανάρχαις — ἐρανάρχης president of an masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανάρχην — ἐρανάρχης president of an masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανάρχῃ — ἐρανάρχης president of an masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)